ἀήσυλα

ἀήσυλα
ἀήσυλος
wicked
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αήσυλος — ἀήσυλος, ον (Α) ο ασεβής, αισχρός, άπρεπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται περί άπαξ ειρημένου τύπου τής Ιλιάδας (Ε 876: ἀήσυλα ἔργα). Πιθανώς να προήλθε από μεταπλασμό τού τ. αἴσυλος, για μετρικούς κυρίως λόγους, με επίδραση τών ἄημι, ἀήσυρος. Κατά τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”